ηερίηθεν

ηερίηθεν
ἠερίηθεν (Α)
επίρρ. από τον ομιχλώδη τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ηερίη, παλαιά ονομασία τής Αιγύπτου + κατάλ. -θεν, δηλωτική της από τόπου κινήσεως (πρβλ. εντεύ-θεν, οίκο-θεν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”